Στη μεγάλη διαδρομή, στην επώδυνη εξέλιξη που συντελείται στον μακρύ χρόνο, η πολιτική, ως ο θεσμικός έλεγχος της βίας, διεκδικεί τη ρύθμιση της σύγκρουσης που ενυπάρχει σε κάθε φάση αυτής της εξέλιξης.
Η πολιτική σύγκρουση επιδιώκει τη διαρκή αναδιατύπωση των κανόνων, πασχίζει για μια νέα ισορροπία μεταξύ ελευθερίας και ανάγκης, μεταξύ συλλογικού και ατομικού. Το διαρκές και ανυπότακτο αυτό αίτημα, με όποια έκφραση και αν λαμβάνει, γίνεται συχνά – όχι πάντα – καθοριστικός συντελεστής της εξέλιξης, περιορίζοντας το πεδίο της εξουσίας υπέρ των δικαιωμάτων και της ελευθερίας.
Η πολιτική σύγκρουση είναι πηγή αλλαγής. Παύει να είναι πηγή αλλαγής και μεταβάλλεται σε οπισθοδρόμηση, όταν αυτή καταργεί την πολιτική λειτουργία, οδηγείται από μεσσιανικές αντιλήψεις ολοκληρωτικού τύπου και επιδιώκει μια καθολική κυριαρχία. Οταν γίνεται αυτοσκοπός. Οταν η σύγκρουση και ο διχασμός που εμπεριέχει, συνοδεύεται από τον προσωρινά κυρίαρχο με επιχειρήματα και ήθος πολιτικής αυταρέσκειας. Οταν η σύγκρουση αναδεικνύεται ως αυτάρεσκος διχασμός. Οταν γίνεται άγονη σύγκρουση.  
Στα ερείπια της κρίσης στήνει συχνά στην ιστορία η ψευδής συνείδηση τον θρόνο της.
Η πρόταση που ακούστηκε πριν από χρόνια και συνεχίζει να διαποτίζει την κυβερνητική αντίληψη, τις κυβερνητικές πρακτικές και το κυβερνητικό ήθος, συμπυκνώνει στην Ελλάδα του 2016 τον αυτάρεσκο διχασμό.
«Εμείς ή αυτοί» διακήρυξε και συνεχίζει να διακηρύσσει με τον τρόπο του ο σημερινός Πρωθυπουργός της χώρας. Η ίδια η πρόταση φέρει μέσα της το αδιέξοδό της. Δεν υπάρχει στόχος. Η πολιτική ανεπάρκεια της Κυβέρνησης καταφεύγει στην κατασκευή του διχασμού ως εργαλείου αυτοσυντήρησής της. Εγγενώς αδιάφορος ο ΣΥΡΙΖΑ για τις λαϊκές ανάγκες, τις εκμεταλλεύεται ως υλικό, στρέφοντάς τες εναντίον του ίδιου του λαού, σε ένα σκηνικό αυτάρεσκης σύγκρουσης που καταλήγει να λειτουργεί ως αυτοαφανισμός.
Εγκλωβισμένη η Κυβέρνηση στην τυφώδη αυτή στάση, οδηγείται αναγκαστικά στον έλεγχο των πάντων.
Σύντομα θα κατανοήσει το αβάσιμο αυτής της προσδοκίας.
Κοινοποίηση