Γεννήθηκε στη Σμύρνη στις αρχές της δεκαετίας του 1910 και ως παιδί έζησε, το 1922, τη φρίκη της καταστροφής και τη θλίψη της προσφυγιάς. «Εζησα τα παιδικά μου χρόνια», γράφει, «με τη ζοφερή ανταύγεια στη συνείδησή μου του πυρπολημένου μεγαλείου της πατρίδας μου Σμύρνης». Από την πυρπολημένη Σμύρνη έφθασε με την οικογένειά του στη Λέσβο. Από εκεί στην Αθήνα. Μεγάλωσε στον προσφυγικό Βύρωνα. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, παρακολουθώντας συγχρόνως μαθήματα φιλοσοφίας και ιστορίας στη Φιλοσοφική Σχολή. Παρακολούθησε με ενθουσιασμό και ενεργό συμμετοχή τα σεμινάρια κοινωνιολογίας και φιλοσοφίας του δικαίου του Παναγιώτη Κανελλόπουλου και του Κωνσταντίνου Τσάτσου.

Αναγορεύθηκε διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1939 με διδακτορική διατριβή που είχε θέμα την «έννοια του δικαιώματος». Ηταν συνδυασμός νομικής παιδείας και φιλοσοφικού στοχασμού. Η Εισηγητική Εκθεση έγραφε ότι η διατριβή «αποδεικνύει την παρά τω συγγραφεί υπάρχουσαν εξαιρετικήν ιδιοφυΐαν». Το 1943 αναγορεύθηκε υφηγητής, με θέμα της πραγματείας του «Τα κενά του δικαίου, ιδία κατ’ Αριστοτέλη». Συγχρόνως συνέγραφε μελετήματα, δοκίμια, βιβλιοκρισίες σε θέματα φιλοσοφικά, ενίοτε και φιλολογικά. Δεν ήταν μόνο η φιλοσοφία του δικαίου αλλά και η φιλοσοφία καθόλου που τον απασχολούσε.

Το 1945 ανέλαβε την προεδρία του Ελληνοσοβιετικού Συνδέσμου Νέων. Αυτό αλλά και η αντιστασιακή δράση του συνονόματου εξαδέλφου του Κωνσταντίνου Δεσποτόπουλου, όπως εξομολογείτο ο ίδιος, τον οδήγησαν το 1947 στη Μακρόνησο ως επικίνδυνο για το καθεστώς, ως αριστερό. «Εκεί είχα καθήκον», γράφει, «να υπερασπισθώ την τιμή της Φιλοσοφίας». Το τήρησε. Ηταν από εκείνους που δεν υπέγραψε τη γνωστή δήλωση και έμεινε γι’ αυτό εκεί τρία χρόνια υπό συνθήκες μεγάλης δοκιμασίας. Αλλά η ανένδοτη αξιοπρέπειά του παρέμεινε μέχρις εσχάτων, όπως επέβαλλε (κατά τη δική του υπερήφανη διατύπωση) η τιμή της φιλοσοφίας.

Επανέλαβε τη στάση αυτή και αργότερα επί χούντας, όταν έφυγε για τη Γαλλία. «Αναγκάσθηκα να φύγω», έχει γράψει, «για να μην πάω εξορία». Διότι «απάδει στον φιλόσοφο», προσέθετε, «να υπογράφει εξευτελιστικές δηλώσεις και να αποκηρύσσει θεωρίες και ανθρώπους». Στο Πανεπιστήμιο Nancy II δίδαξε φιλοσοφία. Φιλοσοφία δίδαξε και όταν, στη Μεταπολίτευση, επανήλθε στην Ελλάδα. Ηταν καθηγητής της Παντείου Σχολής Πολιτικών Επιστημών, της οποίας διετέλεσε και πρύτανης. Το 1984 εκλέχθηκε τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών και το 1993 ανέλαβε πρόεδρός της, ενώ υπήρξε και υπουργός Παιδείας στην κυβέρνηση Γρίβα και αργότερα στην κυβέρνηση Ζολώτα.

Αλλά έργο της ζωής του ήταν η μελέτη της φιλοσοφίας. Καρποί της τα βιβλία και τα μελετήματά του. Υπήρξε πολυγραφότατος. Δεκάδες μονογραφίες, με κορυφαίες τη «Φιλοσοφία του Δικαίου» και την «Πολιτική Φιλοσοφία του Πλάτωνος», όπου και αποτίμηση, με αυτοδύναμη αξία, του συνολικού έργου του Πλάτωνος. Δημοσίευσε επίσης πολυάριθμες πραγματείες, μεταξύ άλλων και για «φιλοσοφικά ζητήματα κατ’ Αριστοτέλη». Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Nancy εξέδωσε το βιβλίο «Études sur la liberté», όταν ακριβώς ο ελληνικός λαός ήταν χωρίς πολιτική ελευθερία. Συνέγραψε ακόμη μελέτες για τη δυτικοευρωπαϊκή φιλοσοφία, ιδίως τη γερμανική. Πάντοτε στα γραπτά του η γλώσσα του ήταν καλλιεπής και περίτεχνη (όπως άλλωστε και στον προφορικό του λόγο). Ηταν άριστος γνώστης της ελληνικής γλώσσας, και μάλιστα είχε και γλωσσοπλαστικό ταλέντο.

Δεν θα αναφερθώ εδώ στις πολλές τιμές και διακρίσεις, ελληνικές και διεθνείς, που του έχουν επάξια απονεμηθεί. Είναι γνωστό ότι είχε πολλαπλώς τιμηθεί.

Αν κάτι χαρακτηρίζει τον Κωνσταντίνο Δεσποτόπουλο πάνω απ’ όλα είναι ότι υπήρξε οξυδερκής μελετητής αλλά και εκφραστής σήμερα, όσο ελάχιστοι, του αρχαίου ελληνικού πνεύματος. Με τη διεισδυτική προσωπική ερμηνεία αρχαίων κειμένων, πρωτίστως των πλατωνικών και αριστοτελικών, και έχοντας στερεό φιλοσοφικό οπλισμό και εντυπωσιακή γνώση των πηγών, αναδείκνυε κυρίως τα μεγάλα ηθικά προβλήματα, με έμφαση στην αξία της ελευθερίας, το νόημα της οποίας θεωρούσε ότι είναι η εσωτερική εμπέδωσή της ως ανεξαρτησίας από τις εξωτερικές τύχες. Τέτοια ελευθερία βίωνε με συνέπεια ο ίδιος. Την εφήρμοσε με τη στάση του σε περιόδους δύσκολες για τη χώρα, όπως στις περιπτώσεις που ανέφερα.

Ηταν ελεύθερος και υψηλόφρων. Συγχρόνως όμως εξήταζε τη σχέση της ελευθερίας, ως υπαρξιακής αρχής του ανθρώπου, με την Πολιτεία, ως σύνθεμα διανθρωπίνων καταστάσεων και δράσεων, ώστε η φιλοσοφία να προσεγγίσει την κοινωνιολογία, η θεωρία την πράξη. Την πρακτική πλευρά της φιλοσοφίας, την «πραξιολογία», όπως ονόμαζε τον κλάδο αυτόν της φιλοσοφίας (φιλοσοφία της πράξης, θα λέγαμε), την υποστήριζε όχι μόνο στα φιλοσοφικά του έργα, αλλά και στους δημόσιους διαλόγους και στις συχνές παρεμβάσεις του σε κρίσιμα πνευματικά και κοινωνικά ζητήματα, όπου διακρινόταν πάντα για την παρρησία και το πάθος του για την αλήθεια.

Θα πω μία μόνο από τις πλέον οξύνοες και σημαντικές παρεμβάσεις του στον αγώνα του υπέρ της ισότητας των δύο φύλων. Εκπόνησε άψογο σύστημα επωνύμου των τέκνων (διανοητικό επίτευγμα), που εξασφάλιζε και στο λεπτό αυτό και διεθνώς άλυτο ζήτημα την πλήρη ισότητα των φύλων. Το σύστημα αυτό δεν έγινε τελικά δεκτό, διότι κατέληγε να έχουν όλοι οι Ελληνες διπλό επώνυμο.

Δεν θα πρέπει να παραλείψω να πω ακόμη ότι ο Κωνσταντίνος Δεσποτόπουλος ήταν σταθερά προσηλωμένος στην ιδέα της πατρίδας και του έθνους. Και διατηρούσε μέχρι πρόσφατα πνευματική διαύγεια και εγρήγορση και, το θαυμαστότερο, εκπληκτική μνήμη, ιδίως στην απαγγελία αρχαίων κειμένων.

Σε μία από τις τελευταίες τηλεφωνικές συνομιλίες μας (όταν δεν ερχόταν πια στην Ακαδημία) μίλησε για το ζητούμενο της ηθικής φιλοσοφίας, την αρετή, που τις ρίζες της τις έχει στην αρχαία ελληνική διανόηση. Ηταν σαν να έλεγε ότι με αυτό το αγαθό ζούσε, με αυτό ήθελε να τελειώσει τον βίο του, την αρετή. Και πράγματι, ο Κωνσταντίνος Δεσποτόπουλος έφυγε ενάρετος.

Κοινοποίηση