Εφημερίδα, ΤΟ ΒΗΜΑ, 07/10/2018
Σε παλαιότερο σημείωμά μου εδώ είχα κάνει λόγο για τους συμπράττοντες. Αυτούς που επιφανειακά κινούνται στο σύνορο της κριτικής και της αμφιβολίας απέναντι στην Κυβέρνηση, ώστε πιο αποτελεσματικά να στέκονται στο πλευρό της.
Δίπλα σε αυτή την κατηγορία, ένας παράλληλος ανθρωπολογικός τύπος έχει επεξεργασθεί και εφαρμόζει για τον ίδιο σκοπό ανώτερες τακτικές και μεθόδους. Είναι οι κρυπτόμενοι. Με όλες τις σημασίες. Αποκρύπτουν, παραβλέπουν, αποσιωπούν, κρύβουν τις προθέσεις τους. Τους συναντάμε συχνά. Είναι ο ένας αντίγραφο του άλλου. Απόμακροι, εκλεπτυσμένοι, φαινομενικά ευγενείς, με αστικούς τρόπους.
Οι κρυπτόμενοι έχουν ένα στυλ ζωής, ένα τρόπο ύπαρξης, ένα κοινό τέχνασμα παρουσίας. Είναι πρόμαχοι της ευαισθησίας. Πάσχουν για το συνάνθρωπο. Είναι υπερασπιστές του μύθου της ανθρώπινης ευτυχίας. Γράφουν προκηρύξεις και υπογράφουν διαμαρτυρίες. Όπως αυτοί κρίνουν, όπως επιλεκτικά η υπεροψία τους τούς οδηγεί. Τα ιδεολογικά τους κριτήρια εμφανή. Η ευαισθησία δεν αξίζει σε όλους. Διαλέγουν ανθρώπους. Όπως εξυπηρετεί την Κυβερνητικη εξουσία η στιγμή. Και αμέσως αναδιπλώνονται. Η απόκρυψη προέχει.
Είναι προοδευτικοί. Οι κρυπτόμενοι διεκδικούν ειδική σχέση με την Ιστορία. Είναι οι προνομιακοί συνομιλητές της. Και ως εκπαιδευμένοι ψευδοπροφήτες βγαίνουν κάθε τόσο από την κάμαρα με το λυχνάρι της σοφίας στο χέρι για να μας διδάξουν προοδευτικοτητα και επανάσταση. Πώς να κατανοήσουμε εμείς οι κοινοί θνητοί την αξία της συμφωνίας των Πρεσπών; Μας δείχνουν το δρόμο της κυβερνητικής ορθότητας και αλήθειας. Και αναδιπλώνονται.
Οι κρυπτόμενοι έχουν αρχές. Είναι δημοκράτες, φιλεύσπλαχνοι υποστηρικτές των αδυνάτων. Τις επικαλούνται κάθε φορά που μια ανάγκη της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, που φανατικά στηρίζουν, τους καλεί να βγουν από το καταφύγιο της αυτοπροστασίας τους. Εμφανίζονται ως δημοκράτες, καταγγέλουν τους άλλους με τη γνωστή υπεροψία, χειροκροτούν την κυβερνητική πράξη και πάλι αναδιπλώνονται. Η απόκρυψη πάντα οδηγός.
Οι κρυπτόμενοι μιλούν “αλλά δεν σε βλέπουν κατάματα”. Γνωρίζουν τον κίνδυνο της απογύμνωσης και ζουν υπό το φόβο της. Η δημόσια κριτική ήταν κάποτε προνομιό τους. Και τώρα που θυσιάζουν και θυσιάζονται στα κράσπεδα του βωμού της εξουσίας, θα προτιμούσαν αυτό να γίνεται αθόρυβα, κρυπτικά, σε στιγμή αόρατη και σε χρόνο επιλεγμένο.
Οι κρυπτόμενοι είναι άνθρωποι επιλεκτικοί. Ως κριτές των πραγμάτων ιεραρχούν τα θέματα. Για τους πρόσφυγες θα διαβάσουν από τα ξένα μέσα. Τα αδιάφορα για αυτούς θέματα – πάντα τα υπαγορεύει η Κυβέρνηση – είναι σαν την κλειστή πόρτα, που ποτέ δεν θα χτυπήσουν. Από το φόβο να μην τους ανοίξει κάποιος. Πίσω της βρίσκεται ο κόσμος που οι σήμερα κρυπτόμενοι προσπέρασαν και ποικιλοτρόπα εκμεταλλεύθηκαν στην ακμή τους. Τότε που κάθε τους γραμμή ήταν κάτι σαν σοφία, η σκέψη τους κάτι σαν πέταγμα του νου, η λέξη τους σαν αποκάλυψη της αλήθειας.
Οι κρυπτόμενοι, κυρίως από τον ίδιο τον εαυτό τους, μιλούν με το φόβο τους για την ιδιοτέλεια και το τέλος μιας εποχής. Μιας εποχής που ξεκίνησε μέσα στην ηρωική μυθοπλασία του ’74 και τώρα στέκεται νεκρή στην έρημο του παρόντος. Είναι οι φοβισμένοι και απελπισμένοι έσχατοι υποστηρικτές της.