Στο μπροστινό μέρος του λεωφορείου επικρατεί μουσικός αναβρασμός. Ο Χρήστος – πάντα περήφανος για τα σαρανταπεντάρια του – δεν έκανε βήμα χωρίς το πικ-απ του. Γύρω από τον οδηγό, η μικρή μαθητική παρέα σπαταλούσε το χρόνο της μέχρι να φτάσουμε στους Μολάους. Τους έβλεπα και χαιρόμουν. Αν και καμιά φορά ριπές ζήλιας μου άγγιζαν το νου, καθώς – πόσο τυχεροί αυτοί – θα γύριζαν σε λίγο στο σπίτι, με την μητέρα και τον πατέρα να τους περιμένει.

Και εκεί που έστελνα γρήγορα την σκέψη μου αλλού, ακούστηκε ξαφνικά, σαν τόνος αστραπιαίος και δυνατός, σαν ήχος διαστημικός, σαν αίτημα ερωτικό, σαν ματαιότητα και σαν ελπίδα, ακούστηκε η «συννεφούλα». Και εκεί στα απομονωμένα πίσω καθίσματα του λεωφορείου ξύπνησε μέσα μου ένας άλλος Λευτέρης. Ποτέ δεν θα ξεχάσω τη στιγμή της ενθουσιαστικής και εγερτικής απορίας.

-Ποιός έγραψε αυτούς τους στοίχους;

Ανάξιος εραστής του λόγου εγώ, ζήλεψα την έμπνευση και την ποιητική της απόδοση.

Παραμένει πάντα μέσα μου ζωντανή και ανεξίτηλη η ένταση εκείνης της αναζήτησης. Και μου κεντρίζει προκλητικά και εμπνευστικά το νου κάθε φορά που προσπαθώ έκτοτε, να εκφράσω μέσα από τον γραπτό λόγο ιδέες και σκέψεις.

Ήρθαν όλα αυτά μπροστά μου ακούγοντας χθες σε ένα ταξί τη «συννεφούλα». Και αυτό που μαθητής τότε στα δεκαέξι, δεν ήξερα και δεν γνώριζα και δεν μπορούσα να κάνω, το επιχειρώ τώρα, τόσα χρόνια μετά.

Δέξου ένα «ευχαριστώ» Διονύση Σαββόπουλε.

Κοινοποίηση