Πεπεισμένοι άθεοι και αριστεροί, αναρχικοί για την ακρίβεια, οι συντάκτες και σκιτσογράφοι του «Σαρλί» έκαναν αυτό που θεωρούσαν αυτονόητο με βάση τις πεποιθήσεις τους: να επιτίθενται στις εξουσίες – πολιτικές, θρησκευτικές, οικονομικές, πολιτιστικές – υλοποιώντας με τη γραφή και τις ζωγραφιές τους την παλιά γαλλική αναρχική αρχή ni Maitre ni Dieu, ούτε Κύριο ούτε Θεό. Γενικότερα άλλωστε στη γαλλική αριστερή παράδοση, όπως και σε αυτήν των περισσοτέρων ευρωπαϊκών χωρών, το να είσαι αριστερός σήμαινε επίσης, αν όχι το να είσαι άθεος, το να μην είσαι θρησκευόμενος και φυσικά να μη συμμετέχεις σε εκκλησιαστικές τελετουργίες. Ειδικά στη Γαλλία η απόσταση από τη θρησκευτικότητα ισχύει ακόμα και για τη Δεξιά: η Γαλλική Δημοκρατία εγκαθιδρύθηκε με αγώνες ενάντια στους μοναρχικούς και στους συμμάχους τους καθολικούς στη διάρκεια όλου του 19ου αιώνα, το γαλλικό κράτος έχει εγκαθιδρυθεί στη διάκριση «κληρικός/λαϊκός» και η με αυτή την έννοια «λαϊκότητα» είναι ουσιαστικό και βαθύ γνώρισμα της γαλλικής κουλτούρας. Αλλά και σε καμιά ευρωπαϊκή χώρα δεν θα έτρεχαν σοσιαλιστές ή «ριζοσπάστες αριστεροί» σε θρησκευτικές εκδηλώσεις για να επιδείξουν σεβασμό και να αποσπάσουν ψήφους.

Θέλω να πω, το ζήτημα της «ελευθερίας του λόγου» στην περίπτωση του «Σαρλί» δεν έχει να κάνει με το γενικό ζήτημα του αν δικαιούται κανείς όχι μόνο να κρίνει αλλά και να βρίζει τους αντιπάλους, να διαστρεβλώνει τις απόψεις τους, να τους υποτιμά, να λέει ψέματα για να υποστηρίζει τις δικές του απόψεις ή να προτρέπει σε άσκηση βίας – έχει να κάνει με τη στάση που υιοθετούν οι κοινωνίες και τα κράτη απέναντι στο θείο και στην εξουσία. Σε όλες σχεδόν τις δημοκρατικές χώρες του κόσμου το μεν αδίκημα της «περιύβρισης αρχής», της αυτεπάγγελτης επέμβασης της Δικαιοσύνης όταν θίγονται κρατικοί θεσμοί έχει καταργηθεί, και στην Ελλάδα επίσης. Για τις θρησκείες όμως δεν ισχύει το ίδιο: σε πολλές χώρες (ιδιαίτερα σε όσες δεν έχουν πλήρη διαχωρισμό Εκκλησίας/κράτους) υπάρχει πάντα το αδίκημα της βλασφημίας, της προσβολής του θείου. Ακόμα και στη λαϊκή Γαλλία, στην Αλσατία, η οποία ενσωματώθηκε το 1920, μετά την οριστική εγκαθίδρυση του λαϊκού κράτους στη Γαλλία (1905).

Στη Γαλλία επίσης έχουμε το παράδοξο ότι, ενώ δεν αποτελεί αδίκημα η επίθεση στην οποιαδήποτε θρησκεία, η άρνηση του Ολοκαυτώματος είναι αδίκημα. Όντας προσωπικά θιασώτης της απόλυτης ελευθερίας του λόγου, δεν μπορώ να καταλάβω τον περιορισμό της με βάση συγκυριακές πολιτικές αναγκαιότητες, όπως η καταπολέμηση του αντισημιτισμού. Η απαγόρευση της ανταλλαγής επιχειρημάτων, έστω και με ακραία σχήματα, ποτέ δεν λειτούργησε υπέρ της αλήθειας, της δικαιοσύνης ή της δημοκρατίας. Οι κατασταλτικοί μηχανισμοί του κράτους, δικαστήρια και αστυνομία, δεν είναι οι καταλληλότεροι για να αντιμετωπίσει κανείς τον αντισημιτισμό ή τον φασισμό. Ίσως αυτό επαληθευθεί και στην περίπτωση της Χρυσής Αυγής.

Στην Ελλάδα ισχύει πάντα η αυτεπάγγελτη δίωξη για προσβολή των θείων ή της θρησκείας – αλλά μπορεί να έρθουν και χειρότερα: το 2013 η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων ζήτησε να επανέλθει και επαναφορά της αυτεπάγγελτης δίωξης για «περιύβριση αρχής» με αφορμή δηλώσεις βουλευτών ότι υπάρχουν «θύλακες ανοχής» προς τη Χρυσή Αυγή στη Δικαιοσύνη και στην Αστυνομία. Ουσιαστικά, οι δικαστικοί ζήτησαν να αγιοποιηθούν και αυτοί, να μείνουν στο απυρόβλητο της κριτικής και των σχολίων.

Χωρίς να θεωρώ ότι αποτελεί το υπέρτατο αγαθό, είμαι υπέρ της απόλυτης ελευθερίας του λόγου, ακόμα και όταν επιτίθεται σε θρησκείες, ακόμα και όταν αποτελεί λόγο ρατσιστικό ή προτρέπει στη βία. Και η σχετική νομοθεσία που ψηφίστηκε πρόσφατα είναι εντελώς υποκριτική: ο λόγος των πολιτικών μας είναι εξαιρετικά βίαιος, η κομματική «ρητορική του μίσους» ενδημεί στη χώρα μας και επομένως δεν δικαιούνται να νομοθετούν οι πολιτικοί μετριοπάθεια για τους άλλους. Το παράδειγμά τους, ο ήπιος δημόσιος λόγος τους, θα ήταν πολύ πιο αποτελεσματικό για να σιγάσουν άλλοι ακραίοι λόγοι.

Σε κάθε περίπτωση, μπορεί κανείς να συζητήσει για πιθανούς περιορισμούς και να ανταλλάξει επιχειρήματα για τα όρια της ελευθερίας του λόγου – αυτό όμως που θα έπρεπε να είναι εκτός συζήτησης είναι οι διακρίσεις, η μεροληψία: ο «πατήρ Παστίτσιος» (Μάνθος Λοΐζος) καταδικάστηκε σε δεκάμηνη φυλάκιση επειδή διακωμωδούσε στο facebook τα καμώματα των οπαδών του μοναχού Παΐσιου Εζνεπίδη, τα σημεία και τέρατα που γράφονταν για τα θαύματά του και τις προφητείες του. Μάλιστα η σύλληψή του έγινε μετά από σχετική ερώτηση για τη σελίδα του που υπέβαλε ο προφυλακισμένος υπαρχηγός της Χρυσής Αυγής Χρήστος Παππάς.

Η αστυνομία όμως και οι εισαγγελείς δεν έχουν την ίδια ευαισθησία για κείμενα που αναφέρονται στο ισλάμ ή στον εβραϊσμό ή στους μετανάστες – γεμάτος είναι ο ελληνικός δικτυακός χώρος από τέτοια μπλογκ. Για να μην αναφερθούμε στα όσα λέγονται στις εκκλησίες είτε σε κηρύγματα είτε επειδή υπάρχουν στα ίδια τα λειτουργικά κείμενα. Αλλά θεωρείται ότι αυτά εκπροσωπούν το «κοινό αίσθημα», άρα δεν συνιστούν βλασφημία ή ύβρη.

Και αυτό είναι το βασικό πρόβλημα με τους περιορισμούς στην ελευθερία του λόγου: μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να γίνουν οι κυρίαρχες απόψεις ακόμα πιο ισχυρές, εντάσσοντας τις μειοψηφούσες στον χώρο του απαγορευμένου.

 

Κοινοποίηση