Η όψη του χωριού μονότονη και αδιάφορη. Την ησυχία του έσπαγε το βουητό των κυμάτων που έφτανε σε μας λίγο πριν σβήσει. Μόνο τις μέρες των Χριστουγέννων, με τρόπο μυστήριο, έπαιρνε το χωριό χρώμα διαφορετικό. Χωρίς κάτι φανερά να αλλάζει, ντυνόταν μέσα μας γιορτινό.
Τα Χριστούγεννα των ιστοριών και των ονείρων ήταν για τις παιδικές παρέες μας μια αλλόκοτη πηγή φαντασίας.
Δεν θυμάμαι ποιος έριξε την ιδέα. Τη βρήκαμε, όμως, όλοι στην παρέα συναρπαστική. Μας έπιασε πυρετός.
– Ενα χριστουγεννιάτικο δέντρο στο νησί, στο Γλαρονήσι!
Το Γλαρονήσι, μικρό νησάκι δίπλα στην ακτή, με τους γλάρους αποκλειστικούς κατοίκους του, μας μάγευε τις μέρες του καλοκαιριού και μας καλούσε σαν μικρούς πειρατές να το καταλάβουμε, καθώς παραβγαίναμε στο κολύμπι ποιος θα το πατήσει πρώτος.
– Και πώς θα πάμε; Πώς θα φτάσουμε;
Μεγάλη η απόσταση στα παιδικά μας μάτια, μακρινή και απρόσιτη η θέση του μέσα στο κύμα του χειμώνα.
– Από πού θα βγούμε; Θα τσακιστούμε στα βράχια με τον καιρό, ακούστηκε η αγωνία.
– Θα πάμε με τα κουπιά, με τη βάρκα του μπαρμπα-Αντρέα. Θα δέσουμε στο πέρασμα, εκεί που κόβει ο καιρός.
– Εγώ θα μείνω στη βάρκα να τη φυλάω, φώναξε ο πιο μικρός της παρέας.
– Και τι θα στολίσουμε; Με τι θα στολίσουμε; Θα τα πάρει όλα ο νοτιάς. Και το κρύο; Ο παγωμένος αέρας; Πώς θα σύρουμε τη βάρκα από την άμμο;
Και η συζήτηση για το χριστουγεννιάτικο δέντρο στη θάλασσα κρατούσε και τραβούσε. Την επομένη το ‘παμε και το ξανάπαμε. Ονειρο! Χειμώνας στο νησί! Ποτέ δεν έχουμε πάει χειμώνα στο νησί. Εκεί κοντά, να δούμε τα άσπρα κύματα που το αγκαλιάζουν.
Τώρα πια, τις μέρες του καλοκαιριού, ξαναφέρνουμε εκείνη τη συζήτηση με μια νοσταλγία που μας ξεπερνάει. Και η σκέψη μας το ίδιο ορμητική, όπως η εμπνευσμένη εκείνη χριστουγεννιάτικη παιδική συντροφιά, δίνει νέα τροφή στη φαντασία της εποχής. Πράγματι. Ωραίο θα ήταν! Ενα χριστουγεννιάτικο δέντρο στο Γλαρονήσι, στη μικρή κορυφή του, με τα λαμπάκια να αναβοσβήνουν σε ρυθμική τελειότητα και εμείς από την ασφάλεια της ακτής να απολαμβάνουμε την αλλόκοτη χριστουγεννιάτικη εικόνα. Χωρίς να φοβόμαστε τους καιρούς, ούτε να χρειαζόμαστε τη βάρκα του μπαρμπα-Αντρέα.
(Και την ώρα της συζήτησης που σταθερά επιστρέφει, έρχεται στο νου μου το δέντρο που δεν άναψε, σαν φωτόλουστη εκκλησία, με τον ιερέα πατέρα μου, τον παπα-Κυριάκο, σε ώρες θείας μυσταγωγίας. Ή πάλι, το καμίνι, το θαλάσσιο καμίνι του Παπαδιαμάντη που «είναι προωρισμένον να μη ανάπτη, να μη καίει, να μη ερεύγεται φλόγας», «Το Καμίνι», 1907.)
Χρόνια τώρα το παλεύουμε το σχέδιο στο μυαλό μας. Και το ξαναφέρνουμε στη συζήτηση κάθε φορά που η φαντασία των Χριστουγέννων μας αγγίζει και μας ταξιδεύει.
Κάποια μέρα, ίσως, ανάψει το χριστουγεννιάτικο δέντρο στο νησί. Εμείς ή κάποιοι άλλοι, που ακούν κάθε φορά απορημένοι τη μετέωρη παιδική απόπειρα, ίσως ανάψουν κάποια Χριστούγεννα το δέντρο στο Γλαρονήσι, τόσο κοντά στην ακτή, τόσο μακριά στο πέλαγος!
*Από το μικρό βιβλίο του Λευτέρη Κουσούλη «Μια σημαδούρα για μαξιλάρι, μικρές θαλασσινές ιστορίες». Μεταμεσονύκτιες Εκδόσεις