ΤΡΕΧΑΝΤΗΡΑ
του ‘Αγγελου Σικελιανού
Καταμεσίς ανέμου η τρεχαντήρα,
με τα πανιά της τόξα τεντωμένα,
του διακιου τη στερνήν επήρε γύρα
στα γαλανά βουνά τα γυμνωμένα…
Κι ο αιθεροδρόμος βόγγος που ‘πλημμύρα
στα ξάρτια, στα πρυμνήσια, στην αντένα
-δελφίνια παρατρέχαν ολοένα-
την έκρουε μες στο κύμα, ολόρτη λύρα!
Δίκοπη σπάθα ξέσκιζε η καρίνα…
Κι ο αφρός στη πρύμνα, χώριος σε δυό κρίνα,
των σταλιών ανατίναζε το σείστρο…
Σάν μ’ ένα «λάσκα!» -ο ήλιος μεσουράνει-
στων Σαλώνων εμπήκε το λιμάνι
μέ τον καταμεσήμερον μαΐστρο