Πιο κοντά όμως στην αλήθεια είναι ότι οι γενικές τάσεις έπαιρναν εδώ ιδιαίτερη εθνική χροιά. Τέτοιος ήταν ο ιταλικός φασισμός στον Μεσοπόλεμο, ή ο υπόρρητος εθνικός «ιστορικός συμβιβασμός» του 1948 μεταξύ του καθολικισμού και του κομμουνισμού που διασφάλισε τη μεταπολεμική δημοκρατία, ή αργότερα το «φαινόμενο Μπερλουσκόνι». Έτσι και στις πρόσφατες εκλογές. Το γενικό φαινόμενο της διάχυτης διαμαρτυρίας κατά της «επίσημης» πολιτικής, των «κατεστημένων» κομμάτων και των ελίτ, εδώ εκφράστηκε με νέα κρίση του κομματικού συστήματος. Πράγματι, πριν από είκοσι χρόνια, κατά τη διετία 1992-93, είχε καταρρεύσει το μεταπολεμικό κομματικό σύστημα της λεγόμενης Πρώτης Δημοκρατίας. Σήμερα αποδομείται αυτό της Δεύτερης Δημοκρατίας με κύριο χαρακτηριστικό το τέλος του διπολισμού.
Μοχλός της αποδόμησης είναι το ιδιόρρυθμο «αντικομματικό κόμμα» του Γκρίλο. Μαζεύοντας ψήφους από τα αριστερά και τα δεξιά, σχεδόν ισόρροπα αν και διαφοροποιημένα ανά γεωγραφική περιοχή, εξέφρασε τη διάχυτη «αντιπολιτική» διάθεση στρέφοντάς την ενάντια στις δύο «κάστες», των πολιτικών και των δημοσιογράφων, ενώ η επίθεση είχε περιλάβει και τα συνδικάτα. Κίνημα που δημιουργήθηκε στο Διαδίκτυο, οργανώθηκε ύστερα «από τα κάτω» σε τοπικές ομάδες, κινητοποιήθηκε σε μαζικές εκδηλώσεις-παραστάσεις του ηγέτη-ηθοποιού στις πλατείες, για να εισβάλει κατά την περίοδο 2008-2012 με αυξανόμενη ορμή στην Τοπική Αυτοδιοίκηση. Κίνημα που προσεγγίζει πια το προφίλ του «μέσου ψηφοφόρου» χωρίς από ό,τι φαίνεται να εκφράζει προνομιακά κάποια ιδιαίτερη κοινωνικοδημογραφική ομάδα ή γεωγραφική περιφέρεια της χώρας. Ο πολιτικός λόγος είχε όλα τα κλασικά μοτίβα του λαϊκισμού: «εμείς, ο λαός, οι κάτω, οι τίμιοι» εναντίον «εκείνων, των ελίτ, των πάνω, των διεφθαρμένων»· η διάκριση Αριστερά – Δεξιά είναι ξεπερασμένη, «εμείς έχουμε ιδέες, όχι ιδεολογίες». Κυρίαρχος ο ρόλος του ηγέτη (περισσότερο Μάικλ Μουρ παρά Λαζόπουλος). Η οριζόντια αποκεντρωμένη οργάνωση στη βάση συνυπάρχει (αν δεν προϋποθέτει) με την απόλυτη εξουσία του ηγέτη-ιδιοκτήτη, ο οποίος αν χρειαστεί κάνει delete τους διαφωνούντες. Ετσι συνεχίζεται η παράδοση του ιδιόκτητου κόμματος-επιχείρησης που καθιέρωσε ο Μπερλουσκόνι με τη Forza Italia, μεταφερμένη από την τηλεόραση στο Διαδίκτυο. Η οικονομικοκοινωνική κρίση επιτάχυνε την άνοδο του Κινήματος καθώς αυτό συνδύασε την «αντιπολιτική» καταγγελία, τον ευρωσκεπτικισμό και τις τοπικές διεκδικήσεις με τα νέα ευρύτερα εθνικά οικονομικοκοινωνικά θέματα. Οι χαρακτηρισμοί ακροδεξιό, φασιστικό ή, αντιστρόφως, δυνάμει προοδευτικό, «κατά πλειοψηφία κεντροαριστερό», που του αποδόθηκαν μετεκλογικά, μάλλον εκφράζουν φόβους ή προσδοκίες. Το σταθερό στοιχείο είναι ο λαϊκισμός και η ρητορική κατά του «πολιτικού κατεστημένου», μένει όμως να φανεί προς τα πού θα κλίνει. Προς το παρόν το Κίνημα και ο αρχηγός του στέκουν ακίνητοι και ακινητοποιημένοι, αφού η άρνηση είναι ο μόνος τρόπος ύπαρξης ενός ανομοιογενούς και απροετοίμαστου μορφώματος.
Κατά τούτο το κόμμα του Γκρίλο προσθέτει άλλη μία εκδοχή στον χάρτη των νέων φορέων που εμφανίστηκαν τις τελευταίες δεκαετίες στην Ευρώπη για να εκφράσουν τη διάχυτη κοινωνική αμφισβήτηση προς την κατεστημένη πολιτικοκομματική αντιπροσώπευση (σχετικά με το θέμα μόλις εκδόθηκε: Αντρέ Ταγκιέφ, Ο νέος εθνικο-λαϊκισμός, πρόλογος Α. Πανταζόπουλου, εκδόσεις Επίκεντρο). Η λαϊκιστική Ακροδεξιά στις ποικίλες εκφάνσεις της πρωταγωνίστησε στην αμφισβήτηση, μονοπωλώντας την σχεδόν στη Βόρεια και Κεντρική Ευρώπη (αφήνουμε έξω την Ανατολική). Η Ελλάδα συνιστά ιδιαίτερη περίπτωση καθώς η γενική τάση εκφράστηκε εν μέρει μόνο από την Ακροδεξιά (ΛΑΟΣ, ΧΑ, ΑΝΕΛ), πλειοψηφικά όμως από τον ΣΥΡΙΖΑ, το μόνο κόμμα της λεγόμενης ριζοσπαστικής Αριστεράς στην Ευρώπη που εκτοξεύτηκε εκλογικά καρπούμενο την αποδόμηση των καθιερωμένων κομμάτων εξουσίας. Στην πάντα διχασμένη Ιταλία το κόμμα του Γκρίλο φαίνεται να συναιρεί στο εσωτερικό του τις δεξιές και αριστερές καταβολές της διαμαρτυρίας σε ένα προγραμματικά πρωτόλειο αλλά ακτιβιστικά ηπιότερο συνονθύλευμα. Θα έχει ενδιαφέρον να δούμε αν και πώς θα εκφραστούν αντίστοιχες τάσεις στην Ισπανία και στην Πορτογαλία για να συμπληρωθεί το παζλ.
Η αμφισβήτηση της καθιερωμένης δημοκρατικής αντιπροσώπευσης προηγήθηκε της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Αρχική πηγή της ήταν το σύμπλεγμα των μετασχηματισμών παγκοσμιοποίηση, μετανάστευση και ξενοφοβία, υποχώρηση της Δύσης και της Ευρώπης, αύξουσα αναποτελεσματικότητα του κράτους, απώλεια των ιστορικών πολιτισμικών σταθερών, αναπληρωτική ένταση των εθνικισμών. Στις περισσότερες χώρες η παγκόσμια οικονομική κρίση ήρθε και κάθησε επ’ αυτών επιτείνοντάς τους. Στην περίπτωση της Ελλάδας η αλληλουχία συσκοτίζεται λόγω του εκκωφαντικού χαρακτήρα της εθνικής χρεοκοπίας, της δραματικής μείωσης των εισοδημάτων, αλλά και της αντοχής που είχε δείξει το κομματικό σύστημα έως τις εκλογές του 2009. Και εδώ όμως οι χαμηλότερης έστω έντασης εκδηλώσεις της γενικότερης τάσης προϋπήρξαν της κρίσης, όπως έδειχναν η είσοδος της Ακροδεξιάς στην πολιτική σκηνή με τον ΛΑΟΣ και η βαθμιαία μαζικοποίηση του νεοαναρχικού χώρου με κορύφωση τον Δεκέμβριο του 2008.
Για αυτούς τους λόγους, όσο επιτακτική και ζωτική σημασία έχουν οι άμεσες οικονομικές επιλογές, στην Ευρώπη αυτές συμπλέκονται στενά και ευθέως με τον σκληρό πυρήνα της κρίσης, δηλαδή με τα μείζονα ζητήματα, που είναι η καταθλιπτική επιβολή του αχαλίνωτου χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού επί της παραγωγικής διαδικασίας, η αποδυνάμωση του δημοκρατικού έθνους-κράτους, η μοιραία αποδιάρθρωση του «φορντικού» κοινωνικοπολιτικού συνασπισμού που υποβάσταξε τον εκδημοκρατισμό, ο ατομικιστικός και συντεχνιακός κατακερματισμός, η «δημογραφική γήρανση» που πιέζει τα συστήματα κοινωνικής πρόνοιας, η αδυναμία μιας ναρκισσιστικής καταναλωτικής κουλτούρας να αναπληρώσει τις πολιτισμικές απώλειες των «μεγάλων αφηγήσεων», ιδίως σε συνθήκες οικονομικής κρίσης. Η υπόμνηση αυτή έχει πιστεύω σημασία γιατί μόνο αναζητώντας απαντήσεις στα μείζονα μπορεί να ανασυγκροτηθούν πολιτικοκοινωνικές δυνάμεις και παρατάξεις που θα ξανασυνδέσουν τους πολίτες με τους δημοκρατικούς θεσμούς κλείνοντας το χάσμα των «πάνω» και των «κάτω» από το οποίο εισδύει ο αντιπολιτικός, ο ακροδεξιός ή ο αριστερόστροφος λαϊκισμός.
Η αμφισβήτηση της καθιερωμένης εθνικής δημοκρατικής αντιπροσώπευσης συνδυάζεται με την καταγγελία της ευρωπαϊκής ενοποίησης ως διαδικασίας που αφορά τις «παγκοσμιοποιημένες» ελίτ κάθε χώρας παρά τον «λαό» ή τον «λαουτζίκο». Στην πραγματικότητα, ο «εκδημοκρατισμός» της ευρωπαϊκής διαδικασίας βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη καθώς λόγω της κρίσης του ευρώ η «Ευρώπη» έχει γίνει άμεσο εσωτερικό διακύβευμα σε κάθε χώρα και με βάση αυτό διαμορφώνεται η εθνική «κοινή γνώμη». Μόνο που αυτό συχνά παράγει απόκλιση παρά συνοχή, και έτσι η Ευρώπη κινδυνεύει πλέον από τη διελκυστίνδα των αντίπαλων δημαγωγών του Βορρά και του Νότου. Πάντως, η επιβίωση του ευρωπαϊκού σχεδίου με ελιτίστικες και οικονομίστικες διαδικασίες που προωθούν την ενοποίηση στη «ζούλα» φτάνει στα όριά της. Το νέο άλμα θα γίνει, αν γίνει, με όρους μαζικής δημοκρατικής πολιτικής και ιδεολογικοπολιτικής αντιπαράθεσης πρωτίστως στο εσωτερικό των εθνών-κρατών.
Αλλιώς η αμφισβήτηση της δημοκρατικής αντιπροσώπευσης, τόσο της εθνικής όσο και της ευρωπαϊκής, θα πάρει άγνωστους και πάντως όχι ευχάριστους δρόμους.
Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου