Εφημερίδα, ΤΟ ΒΗΜΑ, 25/08/2019

Οι θαλασσινές ιστορίες μεγαλώνουν το καλοκαίρι, συνοδεύουν το φθινόπωρο και συντροφεύουν το χειμώνα.

Στην ταβέρνα της Βασίλως οι παρέες των ψαράδων δεν λυπούνται τη λογική. Αφοσιωμένοι στη θάλασσα, με δεσμούς που καμιά ιδεολογία δεν θα πετύχει ποτέ, ζουν μεταξύ υλικής υπόστασης και θαλάσσιας μέθης.

Χθες, ο Λάμπης διέκοψε ξαφνικά τις ανώδυνες διηγήσεις. Και με πρόσωπο σπινθηροβόλο και πνεύμα παθιασμένου αφηγητή, κερδίζει την προσοχή. Είχαμε, με τον πατέρα μου τον Πέτρο, ξεκινάει ο Λάμπης, ρίξει παραγάδι ανοικτά του Κουλεντιανού. Με ζωντανό. Στα νησιά της Παναγίας βαθιά, προς τη Μάνη, μόλις που βλέπαμε τον φάρο των Κυθήρων.

Το μεσημέρι η θάλασσα αλλάζει. Ανήσυχος στο καταφύγιο της Γαρούφας, ο πατέρας μου ζυγίζει τον καιρό. Το μυαλό του καρφωμένο στο παραγάδι και την ελπίδα της ψαριάς του. Με το πάθος φανερό και την επιθυμία να βγει στο πέλαγος ανίκητη. Πώς να τον αφήσεις μόνο του; Χωρίς παρέα, χωρίς βοήθεια, σαν να μονολογούσε πια ενώπιον μας ο Λάμπης. Πήδηξα στη βάρκα, συνεχίζει. Και με τη μηχανή μας βιαστική φτάνουμε στο σημείο. Δεν θα βρίσκαμε ποτέ τη σημαδούρα. Μέσα στα αφρισμένα κύματα, πώς να την δεις; Ήταν και η μόνη μου ελπίδα, είπε λίγο ενοχικά ο Λάμπης, να μην βρεθεί, να φύγουμε, να γυρίσουμε. Και έζησε, μας είπε, το δίλημμα να μιλήσει ή να σιωπήσει, όταν τα μάτια του την διακρίνουν στους αφρούς.

Ψάχνουμε για ώρες, μας λέει ο Λάμπης. Έχουν κάτι από την απόγνωση της πραγματικής ζωής αυτοί οι κύκλοι των ψαράδων στη θάλασσα, καθώς ψάχνουν να βρουν σε δύσκολο καιρό τα χαμένα τους παραγάδια. Μόνο αυτοί ξέρουν. Και ο Λάμπης, που ζει πια μπροστά μας εκείνες τις στιγμές και εμείς μαζί του, συνεχίζει. Την είδα, μας λέει, την είδα από μακριά. Και χωρίς δισταγμό, χωρίς δίλημμα πια φωνάζω: «να τη!». Λάμπει ο καπετάν-Πέτρος.

Γρήγορα η πλώρη της «Βούλας» επάνω της. Ο πατέρας μου – άφταστη η τέχνη του – φέρνει γρήγορα το παραγάδι. Ευτυχής, δίπλα στη μεγάλη σφυρίδα και το σπάνιο φαγκρί. Η θάλασσα λευκή. Με μαλώνει καθώς δυναμώνω ξαφνικά τις στροφές της μηχανής για την επιστροφή. Μάθαινα ακόμη, ήμουν μόλις δεκατέσσερα, σαν να δικαιολογείται ο Λάμπης.

Πρέπει να ταξιδεύεις αργά, μαζί του, να το ακολουθείς. Και αυτό με σένα στην αγκαλιά του να σε οδηγεί μαζί του στην ακτή. Μιλάει για το κύμα, το δυνατό κύμα ο Λάμπης. Που δεν αφήνει το φόβο να σε κερδίσει, καθώς με την παλάμη δεμένη στην κουπαστή και τον ήχο της μηχανής σαν αόρατο ιστίο, γίνεται μέρος της ανείπωτης στιγμής, χέρι προστατευτικό, σε άλλη διάσταση βίωμα.

Είχε πια για καλά νυχτώσει και συγκεντρωμένοι στην αυλή της Βασίλως, όλοι οι ψαράδες ήταν βέβαιοι για το χαμό μας, θυμάται ο Λάμπης. Και κανείς δεν τολμούσε να βγει σε αναζήτηση. Μικρός θρήνος ετοιμαζόταν να ξεσπάσει. Χωρίς φώτα, χωρίς τρόπο επικοινωνίας, εμείς στο δικό μας κόσμο, πλησιάζουμε, κύμα το κύμα τη στεριά. Σιωπηλός ο πατέρας μου ο Πέτρος μάταια προσπαθεί να δώσει σήμα με τον αναπτήρα του. Έχουμε πια επίγνωση των ορίων. Μόνο η τέχνη του και η άρρητη θαλασσινή σοφία του θα έδενε, όπως αυτός, γρήγορα - γρήγορα τη «Βούλα» στο μικρό καταφύγιο της ακτής. Και μαζί, με το χέρι του στο δικό μου, πατάμε βότσαλα και άμμο. Σε λίγο στην αγκαλιά της, έσβηνε και ο θυμός της μητέρας μου, της Βασίλως. Χαμηλώνοντας τη φωνή, κλείνει την ιστορία με ένα χαμόγελο σεσωσμένου θαλασσινού ο φίλος μου ο Λάμπης.

 

 

 

Εφημερίδα, ΤΟ ΒΗΜΑ, 18/08/2019

Δίπλωσε για καλά και αυτό το καλοκαίρι. Και ο Σεπτέμβρης, ως είθισται, θα φέρει τον νέο πολιτικό κύκλο, με αφετηρία την τετριμμένη παράσταση της Δ.Ε.Θ. Των μεγάλων στόχων και των μεγαλεπήβολων διακηρύξεων.

Και ενώ η χώρα μπορεί να αναζητά έναν δρόμο, η καθημερινή ζωή της είναι αυτή που μας δείχνει τον πραγματικό εαυτό της. Μέσα στην καθημερινή ζωή της εποχής και των ημερών, η πρόταση το «μικρό μιλάει για το μεγάλο» βρίσκει όσο ποτέ την εφαρμογή της. Και ως εργαλείο κοινωνικής και πολιτικής ανάλυσης επιβεβαιώνει τη χρησιμότητά της.

Δεν επιβάλλεται να μελετήσει κανείς ως ειδικός την κατάσταση ή να ακούσει τα δελτία για να διαμορφώσει εικόνα  του σύγχρονου έλληνα ανθρώπου, που κινεί αυτήν την καθημερινότητα και είναι η ψυχή της. Ένα ταξίδι και μόνο μέσα στην αμεριμνησία του καλοκαιριού και τον συναντάς να ξεδιπλώνεται εμπρός σου, σε όλο το μεγαλείο της καθυστέρησής του. Τον συναντάς παντού στην πιο αυθεντική του έκφραση, μέσα από τις μικρές  καθημερινές συμπεριφορές του.

Πρόκειται για έναν άνθρωπο περιφρονητή του καθημερινού. Επίμονο αρνητή του. Επιθετικό και κατακτητικό για ό,τι το συγκροτεί. Το χρόνο , το χώρο, το περβάλλον, τον κανόνα, το ωραίο, την αισθητική των πραγμάτων. Το άλλον, κυρίως τον άλλον.

Πρόκειται για ένα φαντασμένο και μικρό βασιλέα της καθημερινότητας που ασκεί την αυθάδειά του, όπου έχει τη δυνατότητα ή του δίνεται η ευκαιρία. Η συμπεριφορά του στο δρόμο είναι ο πιο δυνατός δημόσιος τρόπος του. Ενοχλείται που υπάρχουν δίπλα του και άλλα αυτοκίνητα και τον εμποδίζουν να αναπτύξει τη φαντασία του στην άσφαλτο. Στο βασίλειό του δεν υπάρχουν κανόνες, δεν υπάρχουν όρια, δεν νοείται κολασμός. Διέρχεται από κατοικημένες περιοχές με μαγάλη ταχύτητα και δεν θέλει κανείς να του θυμίζει τους νεκρούς στους δρόμους.

Η σχέση του με το περιβάλλον είναι θεωρητικά υψηλής στάθμης. Μπορεί να σου εκφωνήσει και λογίδριο για την κλιματική αλλαγή, ίσως ψηφίζει και ανάλογα. Όταν ταξιδεύει γίνεται ένα με τη φύση. Και ως επιβεβαίωση αφήνει πάνω στο σώμα της τα σκουπίδια του, που, περαστικός αυτός, πετάει ελεύθερα από το παράθυρο του αυτοκινήτου του. Τα ρείθρα των επαρχιακών δρόμων μιλάνε για το θριαμβευτικό πέρασμά του.

Η εισβολή του στις παραλίες δείχνει ότι ο ανθρωπολογικός αυτός τύπος, πλήρως αποξενωμένος από τη φύση, αδυνατεί να συνδεθεί μαζί της, να γίνει δέκτης του αγαθού της ύπαρξής της, να σεβαστεί κάθε κόκκο άμμου και κάθε ελάχιστο ζωντανό οργανισμό, την ώρα που σβήνει το τσιγάρο του και συχνά το αφήνει εκεί, ως τεκμήριο της μίζερης δικής του ύπαρξης.

Αυτός είναι ο τύπος ανθρώπου που συναιρεί την Ελλάδα στο παρόν. Η κοινωνική αδιαφορία και η απουσία ελέγχου είναι η περίφραξή του. Μάταια θα περίμενε κανείς μια παράγραφο στις ομιλίες που θα ακουστούν στη ΔΕΘ, για το γκρέμισμα αυτής της περίφραξης.



Εφημερίδα, ΤΟ ΒΗΜΑ, 04/08/2019

Είναι ασφαλώς ενδιαφέρουσα και σημαντική η πρωτοβουλία του Πρωθυπουργού να αναδειχθεί η σημασία της συμπλήρωσης 200 χρόνων από το 1821. Είναι ένας σταθμός. Μια ευκαιρία. Κάθε πρωθυπουργός και κάθε Κυβέρνηση θα υιοθετούσε το γεγονός και θα συνδεόταν μαζί του.

Είναι βέβαιο επίσης ότι η Επιτροπή που θα αναλάβει αυτή την ευθύνη θα κάνει τα αναγκαία. Και είναι πολλά και σπουδαία αυτά τα αναγκαία. Η ίδια όμως η ευκαιρία φέρνει μέσα της τα δικά της αναγκαία. Και είναι αυτά υπέρτερα από κάθε κυβερνητικό σχεδιασμό. Αυτά υποχρεωτικά θα τεθούν προς συζήτηση και υποχρεωτικά θα χρωματίσουν αυτή την μεγάλη πράγματι υπόθεση.

Η  συνάντησή μας με τα 200 χρόνια θα είναι μια απόπειρα να επαναφέρουμε το παρελθόν και τα γεγονότα του  στο παρόν και ταυτόχρονα να τα ξαναδιαβάσουμε ως  σύγχρονοι Έλληνες. Να τα αποκρυπτογραφήσουμε, να τα συνδέσουμε με το σήμερα και να βρούμε σε αυτά ένα νόημα και ένα περιεχόμενο, που ελπίζεται να εμπλουτίσει το παρόν. Να συνομιλήσει μαζί τους.  Να βρει  μια ορμή ή μια δύναμη ή και μια έμπνευση.

Θα μπορούσε η σύγχρονη Ελλάδα να βρει με απαρχή το ΄21 μια έμπνευση και ένα νόημα; Δύσκολο φαίνεται. Θα μπορούσε όμως να συζητήσει. Ανοιχτά, ελεύθερα, δημοκρατικά. Πέρα από το όριο του κυβερνητικού ενδιαφέροντος, που είναι αναμενόμενο να ψάξει τη δική του φωνή και τον δικό του τρόπο παρέμβασης στο γεγονός.

Πολλά θα λεχθούν. Πολλά θα γραφτούν. Πολλά θα γίνουν. Το κρίσιμο είναι ένα. Αν μια συμβατική προσέγγιση περιορίσει το γεγονός σε μια επιλογή τρέχουσας χρήσης του.  Ή αν αυτό μέσα από την δυναμική του, τη λαϊκότητα και τη συμμετοχή, εξελιχθεί σε μια αναζήτηση της αλήθειας των γεγονότων σε σχέση με το παρόν και σε μια δοκιμασία έτσι, αυτογνωσίας και αναστοχασμού.

Η συμβατική χρήση τους γεγονότος θα το περιορίσει σε μια φιλοσοφία rebranding της χώρας. Ως ευκαιρία μιας τρέχουσας εξωστρέφειας και ενός λόγου δυνατοτήτων και επιτευγμάτων. Αν όμως είναι νοητό το rebranding μιας χώρας δεν είναι ούτε εύκολο, ούτε νοητό το rebranding της συνείδησης. Και πάντως αυτό δεν νοείται, ούτε μπορεί, ούτε δύναται να γίνει μέσα από κυβερνητικές, κρατικού τύπου παρεμβάσεις.

Τα 200 χρόνια δίνουν την ευκαιρία να «γιορτάσουμε μαζί και ενωμένοι, με υπερηφάνεια για το παρελθόν μας και αυτοπεποίθηση για το μέλλον μας». Είναι η κυβερνητική διατύπωση. Κατανοητό.

Μόνο που η μυθοπλασία για το παρελθόν μας, δεν αποκρούεται με εορτασμούς και η αυτογνωσία δεν κερδίζεται με γιορτές. Δεν είναι το ζητούμενο να εξέλθουμε με εορτασμούς από το χρόνο. Κάθε εορτασμός απομακρύνει και αφαιρεί. Μεταθέτει την προσοχή. Κατασκευάζει τις συνθήκες. Ο αντι-εορτασμός οδηγεί στην αυτογνωσία.

Και το ζητούμενο σήμερα είναι η αυτογνωσία. Η διαγραφή της απόστασης μεταξύ φαντασίας του εαυτού μας και της πραγματικότητας της ζωής μας. Μόνο κάνοντας αυτό το βήμα μπορούμε να μιλήσουμε για γιορτή με την έννοια της «κοινωνίας όλων με όλα». Τα 200 χρόνια μας υπερβαίνουν. Έχουμε δρόμο μπροστά μας.




Εφημερίδα, ΤΟ ΒΗΜΑ, 11/08/2019

Παρατηρώντας τις πρωτοβουλίες και τις αποφάσεις του κυβερνητικού σχήματος και του Κυριάκου Μητσοτάκη, έχει εύκολη κανείς την εξήγηση της ικανοποίησης που επικρατεί σε ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας για τη νέα κατάσταση.

Με ταχύ βήμα στο δρόμο των προεκλογικών δεσμεύσεων η Κυβέρνηση συναντιέται και αντλεί στήριξη από τη θετική απόκριση που γέννησε η απομάκρυνση του ΣΥΡΙΖΑ από την εξουσία. Επίτευγμα που η κοινωνία θεωρεί δίκαια ως δικό της, πέρα από άλλες εκδοχές ή ερμηνείες.

Στην καρδιά του θέρους, με την προσοχή των ανθρώπων περιορισμένη ως προς το πολιτικό μέτωπο και με μικρή την απόσταση από τις εκλογές, όλα μοιάζουν πιο εύκολα. Μοιάζουν αλλά δεν είναι.

Η  Κυβέρνηση διαδέχεται ένα κόμμα, που αποτέλεσε έναν πολιτικό παροξυσμό. Ως τέτοιο πέτυχε την εκλογή του το 2015. Ως τέτοιο «κυβέρνησε». Και ως τέτοιο έχασε. Με την ιδεολογικοποίηση έντονη και τη σύγκρουση στα άκρα.

Τόσο η επιτυχία του, όσο και η αποδοκιμασία του αφήνει πίσω ένα σταθερό δεδομένο. Μια πολιτική κερδίζει όταν  αυτοκατανοείται. Όταν φέρει μέσα της με τρόπο ορατό και ευανάγνωστο μια σημασία και ένα περιεχόμενο. Όταν υποσυνοδεύεται από ένα συμλήρωμα νοήματος.

Το νόημα είναι το στοιχείο της συνοχής της. Διασφαλίζει το ενιαίο της υπόστασής της. Διαλύει τις παρερμηνείες και αποκρούει τη σύγχυση. Φωτίζει μια πορεία. Μιλάει με καθαρό τρόπο για την εποχή, τους ανθρώπους και τις ανάγκες τους. Και θεμελιώνει ιδεολογικά, υπό την έννοια της ερμηνείας, την ακολουθούμενη πορεία.

Η διαφαινόμενη αδυναμία της Κυβέρνησης να προσθέσει πολιτικό νόημα και βάθος στην εποχή, θα αναδειχθεί το μείζον πρόβλημά της. Επειδή το ζήτημα αυτό είναι περίπλοκο και απαιτεί επεξεργασία, σχεδόν πάντα, ενώ επιφανειακά θίγεται, αφήνεται για μια επόμενη μέρα.

Δεν υπάρχει αυτάρκης άσκηση πολιτικής με την έννοια της υλοποίησης ενός «κλειστού»  προγράμματος, που επειδή είναι ψηφισμένο φέρει μέσα του και τη διακαίωσή του. Κάθε «κλειστό» πολιτικό πρόγραμμα εγγράφεται σε μια συγκυρία, εμπεριέχει όμως το λόγο της ύπαρξής του στο μέλλον.

Αυτός ο λόγος της ύπαρξής του στο μέλλον γεννάει την ανάγκη της ιδεολογικής του τροφοδοσίας. Η απουσία  αυτής της τροφοδοσίας αφυδατώνει την πολιτική πράξη και την καθιστά γραφειοκαρτικού τύπου δράση. Χωρίς έμπνευση και χωρίς πάθος. Γι αυτό ένα κόμμα ή ένα κυβερνητικό σώμα καλείται κυρίως  να γίνει  επεξεργαστής νοήματος.

Η  ανάγκη του νοήματος σταθερά θα επανέρχεται. Και τα ζητήματα που το συνοδεύουν θα αποτελέσουν τον πυρήνα της επόμενης σύγκρουσης. Η αντίληψη «όλοι μαζί και ενωμένοι» είναι  φενάκη και παραπλάνηση.  Η ζωή δεν επιτρέπει σε αυτή την  μυθοπλασία να εγκατασταθεί.

Όσο θα ψάχνει ο ΣΥΡΙΖΑ «ένα ρούχο για την καινούργια στολή του», θα μοιάζει να υπάρχει χρόνος. Όσο θα πασχίζει να βρει έναν λόγο ύπαρξης , τόσο το ιδεολογικό ζήτημα θα επανέλθει απαιτητικό με την έλευση του φθινοπώρου. Στο ιδεολογικό μέτωπο κρίνονται όλα. Εκεί παράγεται το νόημα, εκεί χτίζονται οι σημασίες. Χωρίς αυτήν την πνευματική άρδευση του νου μαραίνονται κυβερνήσεις και εξουσίες.



Εφημερίδα, ΤΟ ΒΗΜΑ, 28/07/2019

Μέσα στον ανθισμένο εκλογικό κάμπο, τα λεγόμενα σημαντικά κερδίζουν την προσοχή. Το «μεγάλο» εμπνέει. Το «μικρό» και «ασήμαντο» είναι καταδικασμένο να μαραίνεται στο περιθώριό της.

Ανάπτυξη πρώτα, ακούμε κουραστικά και επίμονα. Ανάπτυξη και επενδύσεις. Η εξεύρεση πόρων είναι πρϋπόθεση για τη στήριξη των θεμελιωδών αγαθών. Η παραγωγή νέου πλούτου πάντα θα ενδιαφέρει κοινωνίες όπως η δική μας, που άγγιξε την ευμάρεια και φαντάστηκε τον οριστικό της παράδεισο.

Δημόσιο σχολείο, υγεία, ασφάλεια και άλλα δημόσια αγαθά, χρειάζονται πόρους. Και οι πολίτες προσδοκούν την εύκολη και μάλλον άκοπη  διασφάλισή τους. Αυτό γίνεται κριτήριο επιλογών και οδηγός συμπεριφοράς.

Δίπλα σε αυτόν τον άξονα πολιτικών επιχειρημάτων και τα συνακόλουθά τους, χτίζεται αυτό που καλείτα «κανονικότητα». Θεσμικές αλλαγές στο κράτος έρχονται να στηρίξουν αυτήν την κανονικότητα. Προσδίδεται – ίσως δίκαια – μια σημασία ιδιαίτερη σε αυτές τις αλλαγές και οι ενδιαφερόμενοι - ίσως δίκαια – εκφράζουν μικρή ικανοποίηση.

Στην Ελλάδα του 2019 της εγκατεστημένης καθυστέρησης και των στερεοτύπων της, αυτά τα αναγκαία προσλαμαβάνουν έναν χαρακτήρα μηχανικής κανονικότητας. Έχουν μέσα τους μια επανάληψη, μια επιδίωξη νέου ελέγχου, έναν στόχο και μια  ιεράρχηση που προτάσσει την αποτελεσματικότητα της κεντρικής εξουσίας.

Δίπλα παραμένουν ακλόνητα τα «μικρά», τα περιττά και ασήμαντα. Μια κοινωνία μιλάει μέσα από τις ιεραρχήσεις της. Τι θέτει πρώτο και τι θέτει δεύτερο. Ζωογονείται μέσα από τη δυνατότητα της διάκρισης. Της διάκρισης ανάμεσα στα σημαντικά και στα ασήμαντα. Η αδυναμία διάκρισης έιναι η καρδιά της παρακμής.

Τα τελευταία χρόνια στη χώρα ένα μείζον θέμα έμεινε και μένει στο περιθώριο. Στο περιθώριο του ασήμαντου. Τα τροχαία εγκλήματα. Σταθερή, εξοργιστική αδιαφορία. Χιλιάδες οι νεκροί. Περισσότεροι οι ανάπηροι. Οικογένειες μεταξύ ζωής και θανάτου. Αδιαφορία. Ακόμη και σιωπή. Ηρωικές φωνές όλα αυτά τα χρόνια υψώνονται, όπως η φωνή του Ιαβέρη και άλλων, ως απελπισμένη κραυγή. Μάταια.

Το θέμα δεν βρίσκει θέση στις επίσημες πολιτικές εξαγγελίες. Η αγωνία των ανθρώπων δεν κερδίζει την προσοχή. Τα κόμματα αδιαφόρησαν. Τα Μέσα επικοινωνίας απέστρεψαν το πρόσωπό τους από το καθημερινό αυτό έγκλημα. Δεν έκαναν αυτό που μπορούσαν.

Μια απλή παρατήρηση της οδικής συμπεριφοράς των Ελλήνων, στις κατοικημένες περιοχές και τους ανοιχτούς δρόμους, βλέπει την απειλή του θανάτου. Πολλαπλασιάζονται οι νεκροί. Καγχάζει η βαρβαρότητα. Πιο πέρα αδιάφορη η Τροχαία, παγερά  πιο πέρα αδιάφορη η Πολιτεία. Για τη νέα Κυβέρνηση το ζήτημα ούτε στα τρέχοντα.

Τα τροχαία εγκλήματα μιλάνε για την εποχή. Τον σύγχρονο Έλληνα, τις ιεραρχήσεις του, την στάση του απέναντι στον άλλον, την κοινωνική του συνείδηση και την πραγματική φύση της. Κανένα rebranding δεν έχει ενδιαφέρον και αξία, αν αυτό δεν είναι μια απόπειρα διαγραφής της απόστασης μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας.

DMC Firewall is developed by Dean Marshall Consultancy Ltd